μοτμότ

μοτμότ
το
ζωολ. κοινή ονομασία κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας momotidae, η οποία περιλαμβάνει 8 είδη με ζωηρά χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. mot-mot < νεολατ. mot-mot < αμερικανοϊσπαν. mot-mot από διεθνή ηχομιμητικό τ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”